Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δυό άκρες έχει το

  • 1 Το ραβδί έχει δυο άκρες

    Палка о двух концах
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το ραβδί έχει δυο άκρες

  • 2 μπαστούνι

    τό
    1) палка, трость; 2) карт, пики;

    § τα βρήκε μπαστούνια — а) он натолкнулся на неожиданные препятствия, он очутился в очень неприятном положении; — б) он полностью провалился;

    δυό άκρες έχει το μπαστούνι (μιά τού μουσαφίρη και μιά τού νοικοκύρη) — посл, палка о двух концах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπαστούνι

  • 3 άκρη

    η
    1) конец, край;

    άκρη του πόταμου (της θάλασσας) — берег реки (моря);

    άκρη του μανικιού — обшлаг;

    απ· τη μιά άκρη ως την άλλη — от одного конца до другого;

    απ· άκρη σ· άκρη — от края до края;

    στην άκρη τού χωρίου — на краю села;

    στην άκρη τού δάσους — на опушке леса;

    στην άκρη τού κόσμου — на краю света;

    άκρη-άκρη по самому краю;
    2) мыс (часть суши); 3) место, находящееся в стороне, в отдалении;

    κάθισε στην άκρη — а) сядь в сторонку; — б) не вмешивайся;

    4) отдалённое место, окраина;

    κάθομαι στην άκρη της πόλης — жить на окраине города;

    κάθομαι στην άκρη τού κόσμου — жить очень далеко;

    5) кусок, клочок;

    έχει μιά άκρη τόπο — у него клочок земли;

    6) краюшка;

    μιά άκρη από το ψωμί — краюшка хлеба;

    § μέσες άκρες — а) неполно; — б) несвязно;

    τα ξέρω μέσες άκρες — я знаю об этом недостаточно;

    τα λέει μέσες άκρες — он говорит об этом несвязно;

    άκρη δε βρίσκες — не поймёшь;

    επιτέλους βρήκαμε την άκρ — наконец разобрались;

    ο, τι βγάλει η άκρη — а) независимо от исхода; — б) пусть будет, что будет;

    τό ξύλο — или τό ραβδί έχει δυό άκρες — погов, палка о двух концах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άκρη

См. также в других словарях:

  • μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …   Dictionary of Greek

  • διωστήρας — Βασικό τμήμα του μηχανισμού μετατροπής της ευθύγραμμης παλινδρομικής κίνησης σε κυκλική και αντίστροφα. Ονομάζεται και μπιέλα. Έχει τη μορφή άκαμπτης ράβδου με κυλινδρικά έδρανα στις δύο άκρες της, ενώ το σχήμα της διατομής στο σώμα του δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • αιγοθήλης — Πουλί της οικογένειας των αιγοθηλιδών ή καπριμουλγιδών, με πολυάριθμα είδη διαδεδομένα σε όλη τη Γη, εκτός από ορισμένα νησιωτικά συμπλέγματα του Ειρηνικού και από τις πολικές περιοχές. Είναι γνωστός και με τα κοινά ονόματα λαγοβυζάστρα,… …   Dictionary of Greek

  • άκρη — άκρη, η και άκρια, η 1. τοσημείο στο οποίο τελειώνει κάτι: Το ξύλο έχει δύο άκρες. 2. μικρό μέρος: Κληρονόμησα κι εγώ μια άκρη αμπελιού. 3. συνηθισμένη φράση: Μένει στην άκρη του κόσμου, μένει πολύ μακριά. 4. επιρρημ. εκφρ. «Kάτσε στην άκρη»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»